βιοθάλμιος

βιοθάλμιος
βῐο-θάλμιος, ον, ([etym.] θάλλω)
A strong, hale, h. Ven.189.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βιοθάλμιος — βιοθάλμιος, ον (Α) θαλερός, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θάλλω «ακμάζω, ευτυχώ»] …   Dictionary of Greek

  • βιοθάλμιος — strong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”